Abstract:
Η παρούσα διατριβή κινείται στα πλαίσια της πολιτισμικής οργανολογίας μέσα από μια προσπάθεια εθνογραφικής προσέγγισης. Πρόκειται για ένα νέο διαρκώς εξελίξιμο πεδίο της εθνομουσικολογίας, που μελετά την παρουσία των μουσικών οργάνων μέσα σε ένα δεδομένο πολιτισμικό σύνολο. Ξεφεύγοντας από τα στενά όρια της κλασικής οργανολογίας επιχειρείται εδώ η ανάδειξη ενός συγκεκριμένου οργάνου, που αποτελεί και την περίπτωση μελέτης της διατριβής, της Καρπάθικης λύρας. Η ερευνητική προσέγγιση μελετά αρχικά το πολιτισμικό περιβάλλον της Καρπάθου, έπειτα το μουσικό πολιτισμό και τέλος εστιάζει στην αποτύπωση της κατασκευαστικής τέχνης του οργάνου. Η θεωρητική προσέγγιση αλλά και η μεθοδολογία που επιτελείται στη μελέτη αυτή αντλείται από ποικίλα επιστημονικά πεδία (εθνομουσικολογία, πολιτισμική και κοινωνική ανθρωπολογία, οργανολογία, οπτική ανθρωπολογία, υλικός πολιτισμός). ς προς την εφαρμογή της επιχειρεί να υιοθετήσει μια ευελιξία αρχικά ως προς την εφαρμογή της στο πεδίο και έπειτα στην κειμενική απόδοση. Κινείται δηλαδή από το «γενικό» προς το «ειδικό» σε μια προσπάθεια βαθειάς κατανόησης του τόπου αλλά και των ανθρώπων που συγκροτούν το πολιτισμικό πλαίσιο έρευνας. Γίνεται ιδιαίτερη βαρύτητα στις μαρτυρίες των ατόμων που συνθέτουν τις κοινωνικές ομάδες που παρέχουν το πρωτογενές υλικό στο οποίο στηρίζεται η μελέτη αυτή για να εξάγει τα τελικά συμπεράσματα. Η κατασκευή της Καρπάθικης λύρας που αποτελεί και το κύριο τμήμα της διατριβής, λαμβάνεται σαν αναπόσπαστο μέρος ενός πολιτισμού που φέρει τη σφραγίδα του «παραδοσιακού» σε όλους τους τομείς που σχετίζονται με την έκφραση της πολιτισμικής ταυτότητας, κομβικό σημείο της οποίας αποτελεί συνολικά το πεδίο της μουσικής πρακτικής και των παραγώγων της. Ένα γενικό συμπέρασμα που απορρέει από τη μελέτη του υλικού, συνοψίζεται στο γεγονός ότι η λύρα αποτελεί εμβληματικό σύμβολο της τοπικής παράδοσης και φορέας πολιτισμικών νοημάτων. Οι κατασκευαστές που είναι ως επί το πλείστον και οργανοπαίκτες, συμβάλλουν καθοριστικά στη διατήρηση της παλαιάς μορφής του οργάνου έχοντας την πεποίθηση ότι με τον τρόπο αυτό ισχυροποιείται η σύνδεση με το «ιδανικό» παρελθόν που θέλει αναλλοίωτη τη μουσική παράδοση του νησιού. Οριοθετώντας λοιπόν την εξέλιξη του οργάνου επιτυγχάνεται η ταυτόχρονη οριοθέτηση των μουσικών μορφών και κατ’επέκταση και ο τρόπος επιτέλεσης των τοπικών πολιτισμικών πρακτικών, διασφαλίζοντας έτσι ένα ασφαλές πλαίσιο αναγνωρισιμότητας του ιδιαίτερου τοπικιστικού στοιχείου.
Description:
3 τομοι (Α' τόμος 442 σ., Β' τόμος 412 σ. και Γ' τόμος 415 σ.), εικ., πιν., ευρ.