Abstract:
Τις τρεις πρώτες δεκαετίες του 19ου αιώνα, στις περιοχές που αποτέλεσαν μετά το 1832 το ελληνικό βασίλειο, βρίσκουμε έξι περίπου εκατοντάδες μονών, μικρού αριθμητικού μεγέθους, με τρεισήμισι περίπου χιλιάδες άτομα, όταν το ελληνικό κράτος σχηματίζεται από μερικές εκατοντάδες χιλιάδες πολίτες. Ένας μεγάλος αναλογικά μοναστικός πληθυσμός, στην πλειονότητα του ανδρικός, που συχνά αποδίδεται στην θρησκευτικότητα των Ελλήνων ή και στα προνόμια που απολάμβαναν οι μονές και οι μοναχοί από τους χρόνους της οθωμανικής κυριαρχίας χωρίς ασφαλώς να εξαντλούνται οι λόγοι του μεγάλου μοναστικού πληθυσμού μόνο στα ανωτέρω. Ο στόχος της παρούσας μελέτης είναι να αναζητήσει και να εντοπίσει αυτά ακριβώς τα λανθάνοντα ζητήματα με την κινητοποίηση διαθέσιμων τεκμηρίων αλλά και θεωρητικών αναλύσεων για το Μοναχισμό. Το πρώτο πρόβλημα που έχουμε να αντιμετωπίσουμε είναι το ζήτημα της Διοικητικής εποπτείας που ασκείται στην Εκκλησία και ειδικότερα στο μοναχισμό (1821-1850). Τα μέτρα που υιοθετήθηκαν για το μοναχισμό δεν μετέβαλαν τελικώς τη θέση του ως θεσμού και πνευματικής λειτουργίας αλλά περιόρισαν τον αριθμό των μονών και των μοναχών και περιέκοψαν προνόμια τα οποία είχαν οι μονές προεπαναστατικά. Το δεύτερο ζήτημα εμπλέκεται με το προηγούμενο και έχει σχέση με τη μείωση του αριθμού των μοναχών, όχι μόνο σαν συνέπεια των Διαταγμάτων της Αντιβασιλείας αλλά και του τρόπου που αντιμετωπίζουν οι λαϊκοί την Ορθοδοξία και το ρόλο της θρησκείας, ειδικότερα δε, το μοναχικό βίο. Το τρίτο ζήτημα αφορά τα ανθρωπολογικά χαρακτηριστικά του μοναχισμού. Στις μονές εγκαταβιώνουν μοναχοί, μοναχές, δόκιμοι και λαϊκοί, που προέρχονται κυρίως από αγροτικές περιοχές, οι οποίες γειτνίαζαν με τις μονές. Οι μοναχοί πρέπει να συμμορφώνονται παράλληλα με τους εκκλησιαστικούς και μοναστηριακούς κανόνες και με τους κοσμικούς νόμους. Όσον αφορά τις ιστορικές συγκυρίες που επικράτησαν, στο πρώτο μισό του 19ου αιώνα στον ελλαδικό χώρο, παρά τις εξαιρέσεις, τελικώς δεν έπαιξαν ρόλο στην επιλογή κάποιου λαϊκού να κατευθυνθεί στο μοναχισμό. Αντίθετα οι κοινωνικές, οικονομικές και πολιτισμικές συνθήκες που επικρατούσαν σε κάθε περιοχή ήταν αυτές που συνέβαλαν ουσιαστικά στην επιλογή του μοναστικού σχήματος. Ηλικιακά οι λαϊκοί κατευθύνονται στο μοναχισμό, προεπαναστατικά, είτε σε μικρές ηλικίες, κάτω των δεκαεπτά ετών, είτε σε μεγάλες ηλικίες, άνω των πενήντα ετών. Μετεπαναστατικά και με την ίδρυση του ελληνικού κράτους παρατηρούμε ότι αρχίζουν να αλλάζουν τα ηλικιακά δεδομένα και να κατευθύνονται όλο και μεγαλύτερες ηλικίες προς τις μονές. Στις μονές οι μοναχοί ασχολούνται παράλληλα με τα θρησκευτικά τους καθήκοντα με εργασίες χειρονακτικές: η ατομική επιβίωση αλλά και η διαιώνιση της Μονής στηρίζονται στον πνευματικό της ρόλο αλλά και στην ικανότητα της να αντιμετωπίσει τα έξοδα συντήρησής της. Στις ανάγκες αυτές προστίθεται και ο εκπαιδευτικός ρόλος των μονών προς τους μέλλοντες μοναχούς αλλά και τους αγροτικούς πληθυσμούς. Στα μέσα του 19ου αιώνα ο μοναχισμός δεν έχει υποστεί αλλαγές οι οποίες να εντοπίζονται στην πνευματική του λειτουργία. Αλλαγές επέρχονται στους ρόλους των μονών με τη μείωση των προνομίων τους από την πολιτική ηγεσία. Παράλληλα μεταβάλλεται και ο τρόπος που οι λαϊκοί αντιμετωπίζουν τον μοναχισμό ασκώντας αφενός κριτική στο θεσμό και αφετέρου μη εκδηλώνοντας ενδιαφέρον να μονάσουν.