Abstract:
Ο πρωταρχικός σκοπός της μελέτης ήταν να διερευνηθούν οι μεταλλαγές των πληθυσμών της βυζαντινής αυτοκρατορίας σε αυτήν της οθωμανικής και εν συνέχεια της σύγχρονης Τουρκίας. Παράλληλα τέθηκε ένας επιπλέον στόχος, ο οποίος ήταν να αντιμετωπισθεί ή υπεραπλουστευτεί η ιδέα ότι η οθωμανική αυτοκρατορία ήκμασε, παρήκμασε και καταλύθηκε και συνεχίζει, ως τουρκικό κράτος, να πορεύεται προς την κατεύθυνση διαμόρφωσης αμιγώς εθνικού κράτους με την απορρόφηση των μειονοτήτων ή τον εξοστρακισμό τους. Ο λόγος λοιπόν της χρήσης και αξιοποίησης του ιστορικού υλικού, δεν έχει ως επιστημονική στόχευση την ανατροπή ή την επικύρωση της μέχρι σήμερα διενεργηθείσας ιστορικής έρευνας στον τομέα της Οθωμανικής Περιόδου η της περιόδου από το 1923 και εντεύθεν. Έχει σκοπό τη χρήση των μέχρι σήμερα ιστορικών συμπερασμάτων που χαρακτηρίζουν τις δύο αυτές περιόδους, με στόχο την εξαγωγή γεωπολιτικών συμπερασμάτων αναφορικώς με το γεωπολιτικό ρόλο της Τουρκίας στο Σύμπλοκο της Ευρύτερης Μέσης Ανατολής και στις επιπτώσεις του ρόλου αυτού στις Ελληνο-Τουρκικές σχέσεις. Ο Γεωπολιτικός παράγων που εξετάζεται στην παρούσα μελέτη (κατά τη μέθοδο του Ι. Θ. Μάζη), είναι ο δημογραφικο-θρησκευτικός. Διότι έτσι μπορούν να ορισθούν οι εκτουρκισμοί και εξισλαμισμοί που συνέβησαν στα εδάφη του Ανατολικού Ρωμαϊκού Κράτους μετά την πτώση της Κωνσταντινουπόλεως το 1453. Όπως η ίδια η ιστορία, έτσι και η ιστορική έρευνα δεν μένει αμετάβλητη και τα τελευταία δέκα με είκοσι χρόνια έχουν δημιουργηθεί νέες συναρπαστικές προοπτικές και ερμηνείες. Παρ΄ όλα αυτά, οι τρέχουσες γενικές αντιλήψεις για την οθωμανική αυτοκρατορία και την τουρκική πραγματικότητα οφείλουν ακόμη πολλά στις παρατηρήσεις και τις προκαταλήψεις, που διασώθηκαν στις ευρωπαϊκές πήγες, οι οποίες κατεγράφησαν μέσα στη ζέση των διαφόρων αντιπαραθέσεων μεταξύ των δυτικών κρατών και των οθωμανών. Οι χαρακτηρισμοί της αυτοκρατορίας ως «ανατολίτικου δεσποτισμού» η «μεγάλου ασθενούς της Ευρώπης», για παράδειγμα, προέρχονται από συγκεκριμένες χρονικές στιγμές, όταν τέτοιοι δηκτικοί όροι εξυπηρετούσαν συγκεκριμένους σκοπούς. Δυστυχώς, επαναλαμβάνονται και ανακυκλώνονται διαρκώς, σα να περικλείουν ολόκληρη την ιστορία της αυτοκρατορίας και σα να είναι επαρκείς στο να συμπεριλάβουν την ιστορική γνώση, που αποκτήθηκε από τότε που δημιουργήθηκαν. Οι εξισλαμισμοί διακρίνονται σε ατομικούς και ομαδικούς, σε ακουσίους, που είναι οι πιο πολλοί, αλλά και εκουσίους. Το δέλεαρ ήταν μεγάλο μιας και ο εξισλαμιζόμενος από δούλος γινόταν αυτόματα κύριος. Γι’ αυτό παρατηρείται, στους πρώτους κυρίως αιώνες, ισχυρό ρεύμα αποστασίας. Μια από τις τραγικότερες μορφές εξισλαμισμού συνδέεται με το παιδομάζωμα, το οποίο αποτέλεσε το βασικό μέσο επάνδρωσης της στρατιωτικής οργάνωσης κατά την πρώτη περίοδο του οθωμανικού κράτους. Οι στρατολογούμενοι νέοι επάνδρωναν το σώμα των «γενίτσαρων». Αυτοί οι νέοι μετά από μακρόχρονη θρησκευτική και στρατιωτική εκπαίδευση μεταμορφώνονταν σε φανατικούς γενίτσαρους. Υπήρχαν και περιπτώσεις μερικών που διατήρησαν την ανάμνηση της καταγωγής τους και φάνηκαν ευεργετικοί για το Γένος. Το παιδομάζωμα, δίνοντας δυνατότητες κατάληψης ανωτέρων και ενίοτε ανωτάτων αξιωμάτων, ήταν ευνόητο να θεωρείται ευλογία, στις περιπτώσεις που η πίστη ήταν αναιμική ή η απελπισία από τη δουλεία καταθλιπτική. Όπου η πίστη και το εθνικό φρόνημα ήταν ισχυρά, το παιδομάζωμα ισοδυναμούσε με καταστροφή. Η αναγκαστική αυτή μάζωξη των μικρών αγοριών, κατάφερε να κάνει τη λέξη γενίτσαρος να πάρει τη γνωστή αποτρόπαια σημασία που διατηρεί ίσαμε τις μέρες μας. Με τους εξισλαμισμούς συνδέεται και ο κρυπτοχριστιανισμός. Ήταν το φυσικό ακόλουθο, διότι πολλοί ορθόδοξοι, για να αποφύγουν τα δείνα της δουλείας και τον αφανισμό, προτιμούσαν να ασπάζονται εξωτερικά τον ισλαμισμό, μένοντας εσωτερικά πιστοί στη θρησκευτική τους παράδοση. Ήταν ένα δράμα δυσβάστακτο, μια κατάσταση διπροσωπίας. Οι άνθρωποι αυτοί δεν ήταν ούτε μουσουλμάνοι ούτε χριστιανοί, αλλά διχασμένες προσωπικότητες. Η γεωπολιτική ανάλυση και ανάδειξη των φαινομένων των εξισλαμισμών διαφέρει ριζικά από την επισκόπηση της ιστορίας, μέσω θεσμολογικής οπτικής γωνίας, διότι αυτή η τελευταία τείνει να ακινητοποιεί το καθ’ εαυτό δρώμενο και να συσκοτίζει τους δεσμούς μεταξύ σχετιζομένων γεγονότων. Έχει το επιπλέον μειονέκτημα να ενθαρρύνει τον αναγνώστη να αγκιστρώνεται σε αυτές ακριβώς τις όψεις της οθωμανικής ιστορίας, που τόσο συχνά αντιμετωπίζονται μειωτικά, χωρίς να εξηγείται το πως προέκυψαν και γιατί είχαν τη συγκεκριμένη ανάπτυξη. Έτσι, κάθε απόπειρα γεωπολιτικής ερμηνείας της οθωμανικής ιστορίας με τα ίδια δεδομένα που ισχύουν για άλλες ιστορίες παρεμποδίζεται, και αυτή η ιστορία καταλήγει να φαίνεται μοναδική. Φυσικά, υπάρχουν μοναδικές όψεις στην γεωπολιτική προσέγγιση της ιστορίας κάθε κράτους, αλλά το να δοθεί έμφαση σε αυτές αντί για τις όψεις, που είναι πιο συγκρίσιμες με την γεωπολιτική προσέγγιση της ιστορίας άλλων κρατών, μου φαίνεται ότι οδηγεί σε απώλεια της ουσίας. Το γεγονός ότι η οθωμανική ιστορία είναι μια «μαύρη τρύπα» αποτελεί λόγο λύπης από μόνο του. Ακόμη πιο λυπηρό, όμως, είναι το «σιδηρούν παραπέτασμα» παρανόησης ανάμεσα στη δύση και τους μουσουλμάνους. Αυτό πηγάζει, σε μεγάλο βαθμό, από τις «παλιές αφηγήσεις» της Δύσης για την οθωμανική αυτοκρατορία, που κατ' επέκταση αποτελούν και την εξιστόρηση πολλών αιώνων του ισλαμικού παρελθόντος χωρίς να χρησιμοποιηθεί το εργαλείο της γεωπολιτικής ερμηνείας. Το να κατανοήσουμε αυτούς που είναι πολιτισμικά και ιστορικά διαφορετικοί από εμάς αντί να καταφεύγουμε σε ετικέτες όπως «αυτοκρατορία του κακού», «φονταμενταλιστής» και «τρομοκράτης» για να συγκαλύψουμε την άγνοια μας είναι επείγουσα προτεραιότητα. Η μεγαλύτερη ύβρις είναι να αναρωτιόμαστε «γιατί αυτοί δεν είναι όπως εμείς, να δεχόμαστε τις πολιτισμικές προκαταλήψεις μας παθητικά και αβασάνιστα και να τοποθετούμε το πρόβλημα στο πλαίσιο του «τι πήγε στραβά,».
Description:
3 τόμοι, 1277 σ., εικ., πιν., χαρτ., σχημ.