dc.description.abstract |
Ο 16ος αιώνας θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως ύστερος μεσαίωνας για τους κατοίκους της περιοχής της Ιεράπετρας. Η μακρόχρονη κατάκτηση των Βενετών στο νησί είχε επιφέρει πλέον σταθερότητα ανάμεσα σε κατακτητές και ντόπιους κατοίκους. Η Κρήτη δεν αντιμετωπίζεται τώρα πια ως εμπορικός μόνο σταθμός, αλλά ως τμήμα του Βενετικού κράτους. Οι Τούρκοι, που εποφθαλμιούσαν την προσάρτηση του νησιού, έκαναν αισθητή την παρουσία τους σε όλη τη διάρκεια του αιώνα. Ως εκ τούτου οι Βενετοί προσέγγισαν περισσότερο το εγχώριο στοιχείο εφαρμόζοντας μια σειρά από μέτρα, που είχαν σαν αποτέλεσμα την ειρηνική συμβίωση ορθοδόξων και καθολικών, τη χειραφέτηση των παραγωγικών τάξεων και την ισότιμη συμμετοχή των Κρητικών στις εμπορικές δραστηριότητες του τόπου. Το βενετικό σύστημα διοίκησης περιλάμβανε τη Σύγκλητο, που απαρτίζεται από τον Δούκα και δύο Συμβούλους, καθώς και την υπαλληλία, ανώτερη και κατώτερη (ρέκτορες, καμερλέγκους, καπιτάνους, καστελλάνους, δικαστές, κ.ά.). Ευγενείς άποικοι μοιράζονται τους φεουδαλικούς κλήρους σε ανταπόδοση στρατιωτικών υπηρεσιών. Οι κοινωνικές τάξεις διαρθρώνονται από τους άρχοντες (Βενετούς και Κρητικούς) και τον λαό, αστούς και ελεύθερους χωρικούς (γονικάρηδες). Οι ευγενείς και ο αστικός πληθυσμός ήταν οι ευνοημένοι της πολιτικής της Βενετίας. Σε αντίθεση όμως με τον αστικό πληθυσμό οι χωρικοί υπέφεραν, γιατί οι δυνατότητες πλουτισμού και οικονομικής ανάκαμψης ήταν πρακτικά δυσκολότερες, λόγω της μεγάλης απόστασης από το αστικό κέντρο και τα εμπορικά λιμάνια του νησιού. Οι κάτοικοι της περιοχής της Ιεράπετρας ήταν ως επί το πλείστον Έλληνες, υπήρχαν επίσης εξελληνισμένοι Βενετοί αλλά και Βενετοί αξιωματούχοι και εκπρόσωποι της λατινικής εκκλησίας. Στην περιοχή υπήρχε και έδρα Λατινικής επισκοπής, στο ομώνυμο χωριό Επισκοπή. Το μεγαλύτερο κομμάτι του πληθυσμού είχε ασπαστεί το ορθόδοξο δόγμα. Ορθόδοξοι και καθολικοί συνυπήρχαν αρμονικά. Η Καστελλανία της Ιεράπετρας εκτείνεται στο νότιο τμήμα της ανατολικής Κρήτης και περιλαμβάνει περισσότερα από τριάντα χωριά, μικρότερης ή μεγαλύτερης έκτασης και πληθυσμού, ενώ δεν συμπεριλαμβάνεται σ’ αυτά κάποιο αστικό κέντρο. Το Καστέλλι της Ιεράπετρας ήταν ένας μικρός παράκτιος οικισμός που αποτελούσε θεωρητικά το διοικητικό κέντρο της καστελλανίας. Ο ημιαστικός οικισμός του Καστελλίου προσιδιάζει περισσότερο σε χωριό παρά σε πόλη. Το Μεγάλο Χωριό αναφέρεται ως ένας σημαντικός οικισμός, που σημασιολογικά παραπέμπει στο πολυπληθέστερο ή πιο εκτεταμένο χωριό της περιοχής. Σήμερα η ονομασία αυτή έχει ξεχαστεί και στην ίδια θέση, μαζί με το Καστέλλι, εκτείνεται η σημερινή πόλη της Ιεράπετρας. Τα τοπωνύμια και μικροτοπωνύμια της περιοχής, αν συσχετιστούν με τη σημερινή τους μορφή, δε φαίνεται να παρουσιάζουν σημαντικές αλλαγές, σε σχέση με την ονομασία, το μέγεθος, τη θέση, τη μορφολογία, τις καλλιέργειες και τον πληθυσμό. Ο πληθυσμός των χωριών παρουσιάζεται με μεγάλη ομοιογένεια. Οι κάτοικοι στο σύνολο τους μιλούσαν την ίδια γλώσσα (μικτή βενετοκρητική), λάτρευαν το ίδιο δόγμα, είχαν τις ίδιες αντιλήψεις και δοξασίες, ασχολούνταν με κοινές επαγγελματικές ασχολίες, έχοντας ως κοινό παρονομαστή τη γεωργία. Στο οικιστικό δίκτυο της περιοχής επικρατούσε ο τύπος του μικρού οικισμού, ολιγάριθμων κατοίκων, με μια σχετική απόσταση, για λόγους ασφαλείας, από τη θάλασσα. Οι περισσότεροι οικισμοί βρίσκονταν πάνω σε λόφους μικρού υψομέτρου. Χαρακτηριστικό γνώρισμα των οικισμών ήταν οι συσσωματώσεις σπιτιών, με λιτά οικοδομήματα, μονώροφα ή διώροφα, γύρω από την ενοριακή εκκλησία και οι κάτοικοι συνδέονταν μεταξύ τους με συγγενικούς δεσμούς. Στα χωρικά χαρακτηριστικά της περιοχής περιλαμβάνονται πεδιάδες, όρη, υψίπεδα, χαράδρες και φαράγγια. Το πλούσιο ανάγλυφο καλύπτεται με εκτάσεις δασώδεις, καλλιεργήσιμες και κτηνοτροφικές. Η παρουσία ποταμών διευκολύνει την ύδρευση και την άρδευση, ενώ τα νοταριακά έγγραφα μας κατατοπίζουν για την πανίδα και την χλωρίδα της περιοχής. Η αγροτική περιφέρεια της επαρχίας της Ιεράπετρας συνδυάζει όλα τα χαρακτηριστικά μιας κλειστής αγροτικής κοινωνίας. Η βασική πηγή πλούτου, η γεωργία, παραμένει σταθερή από την αρχή μέχρι το τέλος του αιώνα. Τις φεουδαλικές γαίες ορίζουν οι ευγενείς φεουδάρχες, η λατινική εκκλησία και σε μικρότερο ποσοστό το κράτος Αυθεντία). Τα δημόσια ή εκκλησιαστικά φέουδα συχνά συνεκμεταλλεύονταν οι διαχειριστές με άτομα που πλειοδοτούσαν σ' αυτούς και διέμεναν στην περιοχή, για τον πλήρη έλεγχο των υπό εκμετάλλευση γαιών. Άλλοτε πάλι, η εν λόγω περιουσία περνούσε ολοκληρωτικά στην εκμετάλλευση κάποιου ιδιώτη υπομισθωτή, για σύντομο χρονικό διάστημα. Οι πλειοδότες συνέταιροι στην εκμετάλλευση των φέουδων ονομάζονταν πακτωτές. Η Αυθεντία με την παρέμβαση που ασκούσε για το διορισμό των εκμισθωτών είχε σαν απώτερο σκοπό την άσκηση ελέγχου και επιρροής σε όλους τους τομείς και βαθμίδες της διοίκησης. Σκοπός της διαχείρισης της Αυθεντίας, εκτός από τα αναμενόμενα κέρδη, ήταν να κρατάει τον έλεγχο και να επιβάλλεται απέναντι στην όποια αρχή. Κάθε μορφή ιδιοκτησίας απαιτούσε συγκεκριμένη καταβολή μισθώματος από την πλευρά του αγρότη, σύμφωνα με το είδος των αγαθών που περιλάμβανε. Η γαιοπρόσοδος εξαρτιόταν από το είδος της εμφύτευσης και όχι από το καθεστώς της γαιοκτησίας στο οποίο ανήκε το αγαθό. Εκείνο που δεν είναι δυνατό να αποσαφηνιστεί είναι πόση έκταση κάλυπτε ο κάθε τύπος ιδιοκτησίας στη συγκεκριμένη περιοχή. Ο λαός στην πλειονότητα του εργάζεται στη γεωργία, καταβάλλοντας μισθώματα προς τους ιδιοκτήτες των γαιών. Οι φορολογικές εισφορές των κατοίκων είναι ανάλογες του υπό εκμετάλλευση αγαθού. Υπάρχουν πολλών ειδών φεουδαλικές μισθώσεις όπως πάκτη, εντριτίες, ενοίκια, κοκ.. Η ζωή των αγροτών επιβαρύνεται από τις παραπάνω εισφορές, όταν προκύπτουν αντιξοότητες που οδηγούν σε αδυναμία καταβολής των φορολογικών τους υποχρεώσεων. Τα φεουδαλικά τέλη, οι δασμοί και οι αγγαρείες συχνά οδηγούσαν τους αγρότες σε απόγνωση. Ο οικονομικός μαρασμός ήταν ιδιαίτερα απειλητικός κατά την απομάκρυνση των χωρικών από τις εστίες τους, για τα καταναγκαστικά έργα. Συμπτώματα κοινωνικής παθογένειας αποτελούσαν οι επιδημίες, οι σεισμοί, οι επιδρομές των κουρσάρων, οι θεομηνίες, κ.λπ. Τα σημαντικότερα γεωργικά προϊόντα που ευδοκιμούσαν στην περιοχή ήταν η ελιά και το αμπέλι. Σημαντική θέση κατείχαν επίσης και τα σιτηρά, που αποτελούσαν τη βάση των διατροφικών αναγκών των κατοίκων. Αρκετά διαδεδομένη ήταν και η καλλιέργεια των οπορωφόρων δέντρων, κυρίως της συκιάς, της αχλαδιάς και της καρυδιάς. Οι ιδιοκτήτες μεριμνούσαν για την σταθερότητα της παραγωγής των γεωργικών προϊόντων με σκοπό την αυτάρκεια. Οι αναφορές εισαγωγών σε σιτηρά και κρασί υποδηλώνουν ανεπάρκεια στην περιοχή. Το λάδι της ελιάς ήταν προϊόν σχετικά πρόσφατης διάδοσης, άνοιγε όμως σημαντικές προοπτικές ανάπτυξης στους κατοίκους της περιοχής. Οι κάτοικοι της περιοχής στο σύνολό τους, παράλληλα με τη γεωργία απασχολούνταν συνεπικουρικά και με άλλες εργασίες. Η ζωή του χωρικού παρουσιάζεται ιδιαίτερα επίπονη. Ο κάματος της εκμετάλλευσης της γης επιβαρύνεται και από άλλες ποικίλες παράπλευρες δραστηριότητες που ασκούσαν αδιακρίτως άνδρες και γυναίκες, για την προκοπή ή την επιβίωση τους. Τέτοιες δραστηριότητες ήταν οι κτηνοτροφικές, η μελισσοκομία, το κυνήγι, η αλιεία, η υλοτομία, η εξάσκηση κάποιας τέχνης (βιοτεχνία), κοκ. Στην πολυπληθή ομάδα των γονικάρηδων έρχεται να προστεθεί κι εκείνη των μαστόρων και βιοτεχνών. Ένας μεγάλος αριθμός επαγγελμάτων και ειδικοτήτων από εξειδικευμένους μάστορες (κατασκευαστές σκαφών, πιθαριών, σιδεράδες, κτίστες, λιθοξόοι, κοκ.), παρελαύνουν μέσα από τις δικαιοπραξίες. Όλοι οι επαγγελματίες μάστορες ασκούσαν την τέχνη τους σε τοπικό επίπεδο, μέσα στα πλαίσια της κοινωνίας που ζούσαν. Τα τεχνικά μέσα και οι πρώτες ύλες που χρησιμοποιούν προκειμένου να εξασκήσουν την τέχνη τους, προέρχονταν στην πλειονότητα τους από την περιοχή. Το γεγονός αυτό καταδεικνύει αυτάρκεια σε υλικά βασικών αναγκών (ξυλεία, μεταλλεύματα, λατομεία για την εξόρυξη πέτρας, κοκ.). Στη βάση της πυραμίδας της κοινωνικής διάρθρωσης τίθενται οι απλοί χωρικοί (γονικάρηδες), στη συνέχεια της κατάταξης έρχονται οι σχετικά εύποροι ή και μορφωμένοι και τέλος στην κορυφή οι ευγενείς, οι αξιωματούχοι και οι εύποροι. Στην περιοχή ζούσαν αναντίρρητα και πολλοί φτωχοί, οι φαμέγοι, οι ακτήμονες και οι περιθωριακοί, των οποίων τον αριθμό δεν μπορούμε να εξακριβώσουμε, γιατί δεν δικαιοπρακτούσαν. Στις οικονομικές συναλλαγές, ο πιο διαδεδομένος τρόπος πληρωμής ήταν η καταβολή λαδιού. Το λάδι συχνά υποκαθιστούσε το ίδιο το χρήμα (τορνέσια μετρητά). Οι εισαγωγές άλλων προϊόντων (σιτηρών, κρασιού, αντικειμένων καθημερινής χρήσης, δερμάτων κ.ά.), πληρωνόταν κυρίως με λάδι. Το πλεόνασμα του λαδιού δημιούργησε προϋποθέσεις πλουτισμού στους οικονομικούς παράγοντες του τόπου, αλλά και σε μια μερίδα εμπόρων και επενδυτών που άρχισαν να σπάζουν το φράγμα των κοινωνικών στερεοτύπων στην περιοχή. Οι εμπορικοί ορίζοντες των επενδυτών διευρύνονται αισθητά προς το εξαγωγικό εμπόριο από το δεύτερο μισό του 16ου αιώνα και εξής. Ο δανεισμός, με τη μέθοδο της προαγοράς προϊόντων (κυρίως του λαδιού), αποτέλεσε σημαντικό μέσον πλουτισμού για μια ομάδα «τολμηρών» γονικάρηδων, που με την εμπλοκή τους στον επενδυτικό χώρο κατάφεραν να αναβαθμιστούν οικονομικά και κοινωνικά Σημαντική παράμετρος ανάκαμψης της οικονομικής ζωής του τόπου θεωρείτο η συντροφιά. Οι συνεταιρικές εκμεταλλεύσεις γης, καθώς και οι συνεταιρισμοί (συντροφιές) για τη διεξαγωγή εμπορικών ταξιδιών, έδιναν κίνητρα για αύξηση της παραγωγής, μειώνοντας το κόστος και το χρόνο με τον επιμερισμό κεφαλαίου και εργασίας. Το χρήμα δεν απουσίαζε από τις συναλλαγές των κατοίκων της περιοχής. Κατά το πρώτο ήμισυ του 16ου αιώνα παρατηρούμε μεικτές συναλλαγές, σε είδος και σε χρήμα, ενώ όσο περνούσαν τα χρόνια οι συναλλαγές σε χρήμα κέρδιζαν ολοένα έδαφος. Οι τιμές των αγαθών συνηθίζονταν να εκφράζονται σε υπέρπυρα. Το υπέρπυρο δεν ήταν κανονικό νόμισμα, αλλά μονάδα λογαριασμού και ισοδυναμούσε συνήθως με 32 σόλδια Κρήτης. Ως πραγματικό νόμισμα συναντάμε το χρυσό βενετικό δουκάτο που από το 1417 ονομάζεται τσεκίνι, του οποίου η τιμή καθοριζόταν από τη κεντρική βενετική διοίκηση. Τα ασημένια νομίσματα ήταν η λίτρα ή λίρα, ο μοτσενίγγος, το κατρίνι κ.ά., και τα χάλκινα τα σόλδια ή σολδίνια. Ο τρόπος συναλλαγής με ασημένια νομίσματα λεγόταν άσπρη μονέδα, ενώ με τα χάλκινα νομίσματα λεγόταν μαύρη μονέδα. Από το 1571 και εξής σημειώνεται τιμαριθμική αύξηση της αξίας των χρυσών νομισμάτων, ενώ υποτιμούνται τα ασημοχάλκινα. Το γεγονός αυτό παρουσιάστηκε στην τοπική αγορά όχι ως αποτέλεσμα κρατικής απόφασης. Οι εκπρόσωποι της Μητρόπολης προσπάθησαν να επιβάλουν λύσεις, πρώτος ο Cavalli, μάλλον χωρίς θετικά αποτελέσματα, και στη συνέχεια ο Foscarini. Το βιοτικό επίπεδο, από το β'μισό του αιώνα και εξής, φαίνεται να παρουσιάζει μια σχετική ανάκαμψη. Ανάμεσα στις κοινωνικές ομάδες περισσότερο δυναμική εμφανίζεται η ομάδα των εμπόρων - δανειστών. Ο εμπορικός και επενδυτικός τομέας παρουσιάζει ολοένα και εντονότερη κινητικότητα. Οι συμβάσεις συντροφιάς και οι διεξαγωγές εμπορικών ταξιδιών αυξάνονται όσο προχωράμε προς το δεύτερο μισό του αιώνα. Το εμπόριο, παρέχει δυνατότητες αναρρίχησης στις υψηλότερες κοινωνικές ομάδες σε άτομα πέραν των παραδοσιακά ισχυρών. Επίσης, στα προικώα συμβόλαια η πρακτική του δώρου «χαρίσματα» στο γαμπρό είναι περισσότερο διαδεδομένη, σε σχέση με το πρώτο μισό του αιώνα, γεγονός που παραπέμπει στην αναβάθμιση του βιοτικού επιπέδου μιας μερίδας ανθρώπων που δε συμπεριλαμβάνονται στην ομάδα των ευγενών. Το φράγμα των κοινωνικών αντιθέσεων αρχίζει να σημειώνει ρωγμές, κυρίως από την ομάδα των επενδυτών (έμποροι, δανειστές, αγοραστές γης, εκμισθωτές φεουδαλικών γαιών) της περιοχής. Οι επενδυτές με τη δύναμη του πλούτου αναβαθμίζονται κοινωνικά. Εντούτοις το βιοτικό επίπεδο της κατώτερης κοινωνικής ομάδας παραμένει χαμηλό. Ο αναλφαβητισμός και η ανέχεια είναι χαρακτηριστικά γνωρίσματα μιας μεγάλης μερίδας ανθρώπων. Η αγωνία της επιβίωσης έκδηλη. Ένα μέσο νοικοκυριό κατοικεί σε σπίτι μικρών διαστάσεων, ενός ή δύο δωματίων και διαθέτει την απαραίτητη επίπλωση και τη βασική ένδυση. Το ποσόν της προικώας περιουσίας που καταβαλλόταν στο ζευγάρι ήταν χαμηλό για το μέσο κάτοικο της περιοχής και τα προικώα αγαθά ήταν τα εντελώς απαραίτητα, χωρίς πολυτέλειες και υπερβολές. Οι τροφές των χωρικών ήταν εγχώριας παραγωγής και καταναλώνονταν στα νοικοκυριά με τη μέθοδο της ανταλλαγής. Η κοινωνική οργάνωση είχε ως πυρήνα της την οικογένεια. Ο θεσμός της οικογένειας ήταν συστατικός και αποτελούσε αυτοσκοπό για το σύνολο των ατόμων στην κοινωνία της υπαίθρου. Βασικός παράγοντας για τη δημιουργία οικογένειας υπήρξε ο οικονομικός. Η παντρειά, κυρίως για τα κορίτσια, ήταν συναρτώμενη με την προίκα. Η αρωγή της οικογένειας στην εξοικονόμηση της προίκας ήταν καθοριστική για το συνταίριασμα του ζευγαριού. Κι ενώ ο γάμος ήταν αποτέλεσμα διαπραγματεύσεων των εκατέρωθεν οικογενειών, χρειαζόταν και η συγκατάβαση του υποψήφιου ζεύγους. Η συμφωνία κατέληγε σε αρραβώνα και η προγαμιαία σχέση ήταν κοινωνικά αποδεκτή. Οι ρόλοι των συζύγων στην οικογένεια ήταν διακριτοί. Ο πατέρας έπαιρνε όλες τις αποφάσεις και ασκούσε απόλυτη εξουσία σε σύζυγο και παιδιά. Η γυναίκα παρουσιάζεται με δυναμισμό και αναλαμβάνει πρωτοβουλίες, κυρίως στην περίπτωση χηρείας. Η ευγενή αρχόντισσα και η κυρά διαφοροποιείται αισθητά από τη γυναίκα χωρική και την οικονομικά ασθενή. Τα παιδιά αναλάμβαναν ευθύνες και εντάσσονταν στη βιοπάλη από πολύ νεαρή ηλικία. Τα μέλη της οικογένειας αλλά και του ευρύτερου συγγενικού περιβάλλοντος δημιουργούσαν ασπίδα προστασίας ενάντια σε κάθε μορφή αντιξοότητας. Η συνεργασία, η υλική και ψυχική αρωγή ήταν κανόνας ανάμεσα στους συγγενείς. Οι άγαμες μητέρες και τα νόθα παιδιά είναι φαινόμενο σύνηθες στην κοινωνία της Ιεράπετρας ως απόρροια της ένδειας και της ανέχειας και αντιμετωπίζεται με ανοχή. Σημαντική θέση στη ζωή των ανθρώπων καταλάμβανε η θρησκεία. Τα δικαιοπρακτικά έγγραφα μνημονεύουν ένα εξαιρετικά μεγάλο αριθμό εκκλησιών στην περιοχή, που μαρτυρεί το μέγεθος της θρησκευτικότητας των ανθρώπων. Τα εκκλησιαστικά οικοδομήματα είναι φορείς ιδεολογικών μηνυμάτων και συμβολισμών και αποτελούν έμμεσες μαρτυρίες των ανθρώπινων συναισθημάτων. Η θρησκευτική πίστη θεωρείται δυναμογόνος και αποτελούσε στήριγμα στη ζωή των χωρικών. Το θρησκευτικό συναίσθημα αντανακλάται μέσα από τη συγχώρεση, την αγαθοεργία, τη συμπόνια και την αλληλοβοήθεια μεταξύ των ανθρώπων. Εις το όνομα του Θεού ή με τη δύναμη του Θεού, παίρνονταν κάθε είδους αποφάσεις σε οικονομικά, νομικά, ή κοινωνικά ζητήματα. Αδιάσειστη ένδειξη της θρησκευτικότητας των κατοίκων της περιοχής αποτελεί και η σημαντική παρουσία των ιερέων και των κληρικών. Από την άλλη πλευρά, το πλήθος των ιερωμένων, των μοναστηριών και των εκκλησιών στοιχειοθετούν, πέραν της θρησκευτικότητας, και τον αλφαβητισμό αξιοσημείωτης μερίδας ανθρώπων στην περιοχή. Τα μοναστήρια εξάλλου, ως φορείς της γνώσης, μαρτυρούν και τον εκπαιδευτικό τους ρόλο. Η αγωνία των ανθρώπων για τη σωτηρία της ψυχής τους και τη μετά θάνατον ανάπαυση, γίνεται αντιληπτή από τη μέριμνα τους για αγαθοεργίες, δωρεές και επιμνημόσυνες δεήσεις. Στην πλειονότητα τους οι άνθρωποι, όταν συνέτασσαν τη διαθήκη τους, εξέφραζαν προς τους οικείους τους ως ύστατη επιθυμία να φροντίσουν για την κηδεία και τα μνημόσυνα τους. Η τελετή της κηδείας και ο αριθμός των μεταθανάτιων δεήσεων ήταν ανάλογος της κοινωνικής θέσης και της οικονομικής επιφάνειας του διαθέτη. Κοιτάζοντας πανοραμικά την κοινωνική πυραμίδα, διαπιστώνουμε ότι δύο διαφορετικοί κόσμοι ζουν και δραστηριοποιούνται στην περιοχή. Δύο ταχυτήτων άνθρωποι συναγωνίζονται στον κοινωνικό στίβο. Εκείνοι που καταφέρνουν να συμμετάσχουν στις οικονομικές εξελίξεις και να ανταποκρίνονται στις προκλήσεις της εποχής και οι αδύναμοι που έδιναν την αδυσώπητη μάχη της επιβίωσης μένοντας απόκληροι στο περιθώριο και στο έλεος του κοινωνικού τους περίγυρου. Ο αριθμός των τελευταίων μένει αδιευκρίνιστος, η παρουσία τους όμως, παρότι δεν είχαν την πολυτέλεια να δικαιοπρακτούν, ήταν αισθητή! |
en_US |